σημειογράφος

σημειογράφος
σημειογράφος [ᾰ], , (
A

σημεῖον 11.5

) shorthand writer, Plu.Cat.Mi.23, Stud.Pont.3.3a ([place name] Amisus), CIG3902d ([place name] Eumenia), POxy.724.2 (ii A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σημειογράφος — ο, ΝΜΑ νεοελλ. ναυτ. όργανο για τη μεταβίβαση σημάτων από πλοίο σε πλοίο βάσει τού κώδικα τής σήμανσης με βραχίονες μσν. αρχ. αυτός που γράφει γρήγορα με σημεία, στενογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σημεῖον + γράφος*] …   Dictionary of Greek

  • σημειογράφους — σημειογράφος shorthand writer masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • σημειογραφία — Στη μουσική, η γραφική παράσταση των ήχων, δηλαδή ο τρόπος έκφρασης της μουσικής σκέψης. Η ανάγκη αυτή προκάλεσε, στο πέρασμα του χρόνου, την εμφάνιση πολλών συστημάτων σ., που έπειτα ενώθηκαν στην παγκόσμια αποδοχή του πεντα γραμμικού συστήματος …   Dictionary of Greek

  • σημειογραφείον — τὸ, Μ [σημειογράφος] το γραφείο τού σημειογράφου …   Dictionary of Greek

  • σημειογραφικός — ή, ό / σημειογραφικός, ή, όν, ΝΜ [σημειογραφία / σημειογράφος] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σημειογραφία, στην παράσταση τών μουσικών φθόγγων με διάφορα σημεία μσν. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σημειογράφο, στενογραφικός. επίρρ …   Dictionary of Greek

  • ՍԵՄԱԳԻՐ — (գրի, րաց.) NBH 2 0706 Chronological Sequence: Early classical ա.գ. ՍԵՄԱԳԻՐ ՍԵՄԻԱՐ. σημειογράφος, σημαντήρ , ταχυγράφος notarius, tachygraphus, qui per notas vel velociter scribit. (ի յն. ձայնէս սի՛մա, սիմի՛օն. այսինքն նշան). Նշանագիր անձն.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՍԵՄԻԱՐ — (ի, աց.) NBH 2 0706 Chronological Sequence: Early classical ա.գ. ՍԵՄԱԳԻՐ ՍԵՄԻԱՐ. σημειογράφος, σημαντήρ , ταχυγράφος notarius, tachygraphus, qui per notas vel velociter scribit. (ի յն. ձայնէս սի՛մա, սիմի՛օն. այսինքն նշան). Նշանագիր անձն. երագադիր …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”